- ἐμ-περι-εκτικός
ἐμ-περι-εκτικός, ή, όν, in sich enthaltend, Clem. Al. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-περι-εκτικός, ή, όν, in sich enthaltend, Clem. Al. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εφεκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐφεκτικός, ή, όν) [επέχω] 1. επιφυλακτικός, διστακτικός, αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει κάτι, ο αναποφάσιστος 2. φρ. «εφεκτικοί φιλόσοφοι» αυτοί που φρονούν ότι η γνώση είναι κάτι το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ… … Dictionary of Greek
περιεκτίζω — Α κάνω περίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἔχω (πρβλ. ἑκτικός) + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek