- ἐμ-περπερεύομαι
ἐμ-περπερεύομαι, = simplez; Cic. Att. 1, 14; Ar. Epict. 2, 1, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-περπερεύομαι, = simplez; Cic. Att. 1, 14; Ar. Epict. 2, 1, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περπερεύομαι — ΜΑ [πέρπερος] καυχιέμαι, μιλώ ή συμπεριφέρομαι επιδεικτικά και αλαζονικά («ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῡται», ΚΔ) … Dictionary of Greek
περπερευόμενον — περπερεύομαι boast pres part mp masc acc sg περπερεύομαι boast pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περπερεύου — περπερεύομαι boast pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) περπερεύομαι boast imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περπερευομένη — περπερεύομαι boast pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περπερευσάμενοι — περπερεύομαι boast aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περπερευόμενος — περπερεύομαι boast pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περπερεύεσθαι — περπερεύομαι boast pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περπερεύεται — περπερεύομαι boast pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπερπερεύομαι — (Α) (επιτ. τ. τού περπερεύομαι) χαριεντίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περπερεύομαι «καυχιέμαι, κομπάζω»] … Dictionary of Greek
εμπερπερεύομαι — ἐμπερπερεύομαι (Α) περπερεύομαι, κομπάζω για κάτι … Dictionary of Greek
περπερεία — ἡ, ΜΑ [περπερεύομαι] ματαιοδοξία, κενοδοξία, μεγαλαυχία («περπερεία γὰρ ὁ καλλωπισμὸς περιττότητος καὶ ἀχρειότητος ἔχων ἔμφασιν», Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek