ἐμ-πύησις

ἐμ-πύησις

ἐμ-πύησις, ἡ, = ἐμπύη, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυήσει — πύησις suppuration fem nom/voc/acc dual (attic epic) πυήσεϊ , πύησις suppuration fem dat sg (epic) πύησις suppuration fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύησιν — πύησις suppuration fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύηση — η / πύησις, ήσεως, ΝΑ σχηματισμός πύου, διαπύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυῶ, μτγν. τ. τών συνθ. δια πύησις, ἐμ πύησις, κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • επιπύησις — ἐπιπύησις, ἡ (Α) [πύησις] η εκ νέου εμπύηση, η διαπύηση* …   Dictionary of Greek

  • πυητικός — ή, όν, Α [πύησις] αυτός που προκαλεί διαπύηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”