- ἐμ-πόδισμα
ἐμ-πόδισμα, τό, das Hinderniß, τινός, Plat. Crat. 413 d u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πόδισμα, τό, das Hinderniß, τινός, Plat. Crat. 413 d u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόδισμα — το, Ν [ποδίζω] προσωρινό άραγμα σε απάνεμο όρμο … Dictionary of Greek
πόδισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ποδίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίδοση — η 1.η παράδοση πράγματος (και ιδίως επίσημου εγγράφου) στα χέρια κάποιου: Επίδοση διαπιστευτηρίων. 2. (από το αμτβ. επιδίδω,προκόβω, προοδεύω), προκοπή, πρόοδος: Έχει μεγάλη επίδοση στα μαθηματικά. 3. (αθλητ.), το ανώτατο όριο αθλητικής… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)