- ἐμ-πυρι-βήτης
ἐμ-πυρι-βήτης, τρίπους, über dem Feuer stehend, Il. 23, 702.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πυρι-βήτης, τρίπους, über dem Feuer stehend, Il. 23, 702.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυριβήτης — ὁ, Α αυτός που στέκεται στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βήτης (< θ. βη τού βαίνω, πρβλ. βῆ μα), πρβλ. δια βήτης, εμπυρι βήτης] … Dictionary of Greek