- ἐμ-πυρεύω
ἐμ-πυρεύω, ent-, anzünden; τὴν φηγόν Ar. Pax 1137; τὶ ἔν τινι, Arist. respir. 8 gener. anim. 2, 4 u. a. Sp. – Med., Feuer anmachen, Theophr., B. A. 39 erkl. ἐγκρύπτειν πῠρ, s. d. Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πυρεύω, ent-, anzünden; τὴν φηγόν Ar. Pax 1137; τὶ ἔν τινι, Arist. respir. 8 gener. anim. 2, 4 u. a. Sp. – Med., Feuer anmachen, Theophr., B. A. 39 erkl. ἐγκρύπτειν πῠρ, s. d. Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρεύω — Α [πῡρ] ανάβω, βάζω φωτιά, πυρπολώ, καίω … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
πυρευτής — ο, ΝΑ, και πυριευτής Α [πυρεύω] νεοελλ. ναυτ. ο πυροδότης αρχ. αυτός που ψαρεύει με πυρσούς, με πυροφάνια … Dictionary of Greek
πυρευτικός — ή, όν, Α [πυρεύω] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο ψάρεμα με πυρσούς, στο πυροφάνι 2. ο κατάλληλος για καύση 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πυρευτική νυχτερινό ψάρεμα με πυρσούς, πυροφάνι … Dictionary of Greek
πυρεύς — έως, ὁ, Α [πυρεύω] (κατά τον Ησύχ.) 1. εμπρηστής, πυρπολητής 2. σκεύος που αντέχει στη φωτιά … Dictionary of Greek
ἐξεπυρεύετο — ἐκ πυρεύω light a fire imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)