- ἐμ-πτωσία
ἐμ-πτωσία, ἡ, = Folg., Clem. Al. strom. 2, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πτωσία, ἡ, = Folg., Clem. Al. strom. 2, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρεοειδοπτωσία — η ιατρ. η μετατόπιση τού θυρεοειδούς αδένα προς τα κάτω και μέσα στην ανώτερη περιοχή τού θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thyreoptose < thyreo (πρβλ. θυρεο ειδής) + ptose (πρβλ. πτωσία)] … Dictionary of Greek