- ἐμ-προίκιος
ἐμ-προίκιος, zur Mitgift gehörig; τὸ ἐμπροίκιον, App. Civ. 1, 10 Mthr. 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-προίκιος, zur Mitgift gehörig; τὸ ἐμπροίκιον, App. Civ. 1, 10 Mthr. 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προίκιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προίκιος — ον, Α [προίξ, κός] 1. αυτός που δίνεται δωρεάν 2. φρ. α) «προίκιος ἀοιδός» ο τέττιγας, το τζιτζίκι β) «προίκιος χάρις» το μέλι … Dictionary of Greek
προίκιον — προίκιος masc/fem acc sg προίκιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικίοις — προίκιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικίων — προίκιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπροίκ(ε)ιος — ον, Α αυτός που έχει λάβει με νόμιμο γάμο γυναίκα με προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + προίκειος / προίκιος «αυτός που αναφέρεται στην προίκα» (< προίξ, κός)] … Dictionary of Greek