ἐϋ-κτίμενος

ἐϋ-κτίμενος

ἐϋ-κτίμενος, wohlgebaut, -gegründet, οἶκος, δόμος, Od. 15, 129. 24, 214; ἀγυιαί, Il. 6, 391; πτολίεϑρον, 2, 501; Λέσβος, 9, 129; ἀλωή, gut angelegt, Od. 24, 335, vgl. Il. 20, 496. 21, 77; auch sp. D. – Nur H. h. Ap. 36 steht εὐκτιμενος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κτίμενος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίμενος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κτίμενος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός ήρωας. Από αυτόν πήρε την ονομασία της η πόλη των Δολόπων Κτιμένες. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πατέρας του Ευρυδάμαντα, γνωστού από τη συμμετοχή του στην Αργοναυτική εκστρατεία. 2. Γιος του Γανύκτορα που …   Dictionary of Greek

  • κτίμενον — κτίμενος masc acc sg κτίμενος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιμένη — κτίμενος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιμένην — κτίμενος fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιμένης — κτίμενος fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κτιμένου — Κτίμενος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιμένου — κτίμενος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιμένῃ — κτίμενος fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κτιμένῳ — Κτίμενος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”