- ἐψιμμυθισμένως
ἐψιμμυθισμένως (s. ψιμμυϑίζω), geschminkt, καὶ κομμωτικῶς ἔχει Schol. Ar. Plut. 1064.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐψιμμυθισμένως (s. ψιμμυϑίζω), geschminkt, καὶ κομμωτικῶς ἔχει Schol. Ar. Plut. 1064.
http://www.zeno.org/Pape-1880.