- ἐχῑνίσκος
ἐχῑνίσκος, ὁ, dim. von ἐχῖνος, nach Poll. 2, 16 ein Theil des Ohrs, ἡ περὶ τὴν κυψέλην κοιλότης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχῑνίσκος, ὁ, dim. von ἐχῖνος, nach Poll. 2, 16 ein Theil des Ohrs, ἡ περὶ τὴν κυψέλην κοιλότης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχινίσκος — ἐχινίσκος, ὁ (Α) [εχίνος] 1. μέρος τού αφτιού («ἡ περὶ τῇ κυψέλῃ κοιλότης», Πολυδ.) 2. μαγειρικό σκεύος … Dictionary of Greek
ἐχινίσκος — hollow of the ear masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχινίσκους — ἐχινίσκος hollow of the ear masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)