- ἐχέ-πωλος
ἐχέ-πωλος, Pferde, Fohlen enthaltend, habend, ἱπποτρόφος, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχέ-πωλος, Pferde, Fohlen enthaltend, habend, ἱπποτρόφος, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχέπωλος — ἐχέπωλος, ον (Α) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἔχων ἵππους» 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἱππικός, ἱπποτρόφος». [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + πώλος «πουλάρι»] … Dictionary of Greek