ἐχθές

ἐχθές

ἐχθές, = χϑές, gestern, Ar. Nubb. 175; οὐ νῦν τε κἀχϑές, ἀλλ' ἀεί Soph. Ant. 452; τὰ ἐχϑὲς καὶ πρώην γεγονότα Plat. Gorg. 470 d; Xen. Cyr. 7, 5, 53 u. öfter, Nach Apollon. in B. A. 556, 30 soll χϑές attischer sein, es ist wenigstens häufiger.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εχθές — και χθες και χτες επίρρ. χρον., η μέρα η προηγούμενη της σημερινής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐχθές — yesterday indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχθές — (ΑΜ ἐχθές) βλ. χθες …   Dictionary of Greek

  • ἔχθες — ἔχθε̄ς , ἔχθω hate pres ind act 2nd sg (doric) ἔχθω hate imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀχθές — ἐχθές , ἐχθές yesterday indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθες — χθές, ΝΜΑ, και χτες και εχθές και εχτές Ν, και ἐχθές ΜΑ επίρρ. την αμέσως προηγούμενη ημέρα, συνήθως σε αντιδιαστολή προς το σήμερα και το αύριο (α. «τελικά, έφυγε χθες» β. «κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾱ», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. στο κοντινό… …   Dictionary of Greek

  • Dimotiki — ( el. δημοτική [γλώσσα] IPA all|ðimo̞tiˈkʲi, [language] of the people ) or Demotic is the modern vernacular form of the Greek language. The term has been in use since 1818. [Babiniotis, Georgios: Dictionary of the new Greek language Lexiko tis… …   Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Chi — Chi Inhaltsverzeichnis 1 Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ κύριος μετὰ σοῦ …   Deutsch Wikipedia

  • 2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] …   Wikipedia

  • εδά — (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά).Πολιτικό κόμμα της μετεμφυλιακής περιόδου. Συγκροτήθηκε το 1951 από μέλη και στελέχη της εαμικής Αριστεράς (με την πολιτική καθοδήγηση του ΚΚΕ) και αναδείχθηκε γρήγορα τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας. Κατά τις… …   Dictionary of Greek

  • εξοικίζω — (AM ἐξοικίζω) 1. διώχνω, ξεσπιτώνω 2. ερημώνω μσν. αναστατώνω, ξεσηκώνω αρχ. 1. εξορίζω 2. παθ. μεταναστεύω («ἀροῡδοι γὰρ ἐχθές εἰσιν ἐξωκισμένοι», Αριστοφ.) 3. εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οικίζω (< οίκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”