ἐχθρία

ἐχθρία

ἐχθρία, , = ἔχϑρα; ϑεοῖς ἐχϑρία Dem. 22, 59 (v. l. ἔχϑρα), wofür Ar. Vesp. 418 als ein Wort ϑεοιςεχϑρία geschrieben ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐχθρία — ἐχθρίᾱ , ἐχθρία fem nom/voc/acc dual ἐχθρίᾱ , ἐχθρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχθρία — η (ΑΜ ἐχθρία, Μ και ἐχριά και ὀχθριά και ὀχτριά) [εχθρός] (μεταγ. τ. τού έχθρα) έχθρα, μίσος …   Dictionary of Greek

  • ἐχθρίαν — ἐχθρίᾱν , ἐχθρία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθρίαις — ἐχθρία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως …   Dictionary of Greek

  • θεοεχθρία — θεοεχθρία, ή (Α) 1. η έχθρα κατά τού θεού 2. το να είναι κάποιος μισητός σε θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + εχθρία (< εχθρός)] …   Dictionary of Greek

  • θεοισεχθρία — θεοισεχθρία, ή (Α) το μίσος προς τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεοίς, δοτ. πληθ. τού θεός + εχθρία (< εχθρός)) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”