ἐχθρικός

ἐχθρικός

ἐχθρικός, vom Feinde, feindlich, Suid. v. ἄνϑρακες.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εχθρικός — ή, ό (Α ἐχθρικός, ή, όν) [εχθρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εχθρό ή προέρχεται από αυτόν («εχθρικός στρατός») νεοελλ. αυτός που φανερώνει έχθρα («εχθρική συμπεριφορά»). επίρρ... εχθρικώς και ά κατά τρόπο εχθρικό …   Dictionary of Greek

  • εχθρικός — ή, ό αυτός που προέρχεται από εχθρό ή από έχθρα: Εχθρικές ενέργειες, εχθρικό βλέμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐχθρικήν — ἐχθρικός hostile fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθρικῶς — ἐχθρικός hostile adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήιος — δήϊος, η, ον (Α) βλ. δάιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δήϊος είναι επικός τ. τού δάϊος. Με βάση τη σημ. «εχθρικός, ολέθριος», τα ομηρικά δήϊον πυρ και πυρός δηΐοιο οδηγούν σε συσχετισμό με ρ. δαίω (< *δaFyω) «καίω». Από άλλους όμως υποστηρίχτηκε η ύπαρξη… …   Dictionary of Greek

  • Σόλυμοι — Αρχαίος πολεμικός λαός της Λυκίας, που κατοικούσε στα Σόλυμα όρη. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Όμηρου ο λαός αυτός ήταν εχθρικός προς τους Λύκιους, με τους οποίους ήρθε επανειλημμένα σε σύγκρουση. Κάποτε ο βασιλιάς της Λυκίας Προίτος έστειλε εναντίον …   Dictionary of Greek

  • άρρυθμος — η, ο (AM ἄρρυθμος, ον) [ρυθμός] 1. αυτός που δεν έχει ρυθμό ούτε αναλογία ή συμμετρία 2. ο ακατάστατος αρχ. ο αντίθετος, ο εχθρικός …   Dictionary of Greek

  • έχθριος — ἔχθριος (Μ) [εχθρός] εχθρικός («ἔχθριος ὀργή», Πλαν.) …   Dictionary of Greek

  • ακάκιωτος — η, ο [κακιώνω] αυτός που δεν έχει κακιώσει, ο μη οργισμένος ή εχθρικός, αμνησίκακος, άκακος …   Dictionary of Greek

  • αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”