- ἐχιναῖος
ἐχιναῖος, = ἐχιδναῖος, κωκυτός Nic. Th. 230.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχιναῖος, = ἐχιδναῖος, κωκυτός Nic. Th. 230.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχιναῖος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχιναῖον — ἐχιναῖος masc/fem acc sg ἐχιναῖος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχιναίου — ἐχιναῖος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχιναίων — ἐχιναῖος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχινός — Κοινή ονομασία διαφόρων εχινοδέρμων της ομοταξίας των εχινοειδών, της τάξης των εχινιδών. Τα ζώα αυτά, που είναι γνωστά όχι μόνο για τα μακριά και κινητά αγκάθια με τα οποία είναι εφοδιασμένος ο μεσοδερμικός ασβεστολιθικός σκελετός τους, αλλά και … Dictionary of Greek