ἐχιδναῖος

ἐχιδναῖος

ἐχιδναῖος, von der Natter, zu der Natter gehörig, χόλος Gaetul. 6 (VII, 71); κόρυμβος Nonn. D. 14, 216 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εχιδναίος — ἐχιδναῑος, α, ον (Α) [έχιδνα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έχιδνα 2. μτφ. αυτός που δηλητηριάζει όπως η έχιδνα («Μοῡσαν ἐχιδναίῳ... ἔβαψε χόλῳ», Ανθ. Παλ.) 3. αυτός που μοιάζει με φίδι («ἐχιδναῑοισι κορύμβοις», Νόνν.) 4. ο γεννημένος από …   Dictionary of Greek

  • ἐχιδναῖος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχιδναῖον — ἐχιδναῖος of masc acc sg ἐχιδναῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχιδναῖοι — ἐχιδναῖος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχιδναίων — ἐχιδναί̱ων , ἐχιδναῖος of fem gen pl ἐχιδναί̱ων , ἐχιδναῖος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχιδνα — Βλ. λ. οχιά. * * * η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή) οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους νεοελλ. μσν. μτφ. για πρόσ.… …   Dictionary of Greek

  • εχίειος — ἐχίειος, α, ον (ΑΜ) [έχις] μσν. εχιδναίος* αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχίειον και ἔχιον το φυτό σαπωνόφυτο το ωκιμοειδές, κν. φιδοβότανο …   Dictionary of Greek

  • εχιδνήεις — ἐχιδνήεις, εσσα, εν (Α) [έχιδνα] 1. εχιδναίος, όμοιος με έχιδνα «ἐχιδνήεσσαν μορφήν», Νικ.) 2. συρόμενος από έχιδνες («δίφρος ἐχιδνήεις», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + κατάλ. ηεις, (πρβλ. αυγ ήεις, φθογγ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • ἐχιδναίοιο — ἐχιδναί̱οιο , ἐχιδναῖος of masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχιδναίοις — ἐχιδναί̱οις , ἐχιδναῖος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχιδναίοισι — ἐχιδναί̱οισι , ἐχιδναῖος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”