περᾱτής

περᾱτής

περᾱτής, , so accent. Arcad. 26, der Uebersetzende, Ueberfahrende, Suid. u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περάτης — περάτης, ο και περατής, ο 1. διαβάτης, περιπατητής, κοσμογυριστής: Είδατε, διαβάτες και περάτες, τη γυναίκα μου, την αγαπητικιά μου; (Παλαμάς). 2. ξύλινος μοχλός από τον ένα στον άλλο τοίχο που ασφαλίζει την πόρτα εσωτερικά, αλλιώς αμπάρα. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περάτης — Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα δυτικά και κοντά στα Ιωάννινα. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (4 τ. χλμ., κάτ.). * * * και περατής, ο, ΝΑ [περώ] 1. οδηγός πορθμείου,… …   Dictionary of Greek

  • περατής — Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα δυτικά και κοντά στα Ιωάννινα. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (4 τ. χλμ., κάτ.). * * * ο, ΝΑ βλ. περάτης …   Dictionary of Greek

  • περατής — ο βλ. περάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περάτης — πέρατος fem gen sg (attic epic ionic) περάτη farthest quarter fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περατοῦ — περατής wanderer masc gen sg περᾱτοῦ , περατός navigable masc/neut gen sg περατόω limit pres imperat mp 2nd sg περατόω limit imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περατήν — περατής wanderer masc acc sg (attic epic ionic) περᾱτήν , περατός navigable fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περατῶ — περατής wanderer masc gen sg (attic epic ionic) περᾱτῶ , περατός navigable masc/neut gen sg (doric aeolic) περατόω limit pres subj act 1st sg περατόω limit pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπεράτης — και περάτης, ο ξύλινος σύρτης πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. περάτης < περατής < περῶ] …   Dictionary of Greek

  • περατά — περατά̱ , περατής wanderer masc nom/voc/acc dual περατής wanderer masc voc sg περατής wanderer masc nom sg (epic) περᾱτά , περατός navigable neut nom/voc/acc pl περᾱτά̱ , περατός navigable fem nom/voc/acc dual περᾱτά̱ , περατός navigable fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HEBRAEI — dicti sunt Iudaei, ab Heber, qui fuit abnepos Sem filii Noe. Et quia in eius fam. remansit lingua, quae prius humano generi creditur fuisse communis, quum gentes linguarum diversitate sunt divisae, deinceps Hebraea est nuncupata: sic quidem, ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”