- ἐχε-γλωττία
ἐχε-γλωττία, ἡ, Zungenstillstand, nach ἐκεχειρία von Luc. Lexiph. 9 gebildet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχε-γλωττία, ἡ, Zungenstillstand, nach ἐκεχειρία von Luc. Lexiph. 9 gebildet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχεγλωττία — ἐχεγλωττία, ἡ (Α) εγκράτεια στη γλώσσα, σιωπή, σιγή η λ. πλάστηκε από τον Λουκιανό κατά το ἐκεχειρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + γλωττία < γλωττος < γλώττα] … Dictionary of Greek