- ἐχετλεύω
ἐχετλεύω, = ἀροτριάω, Hssych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχετλεύω, = ἀροτριάω, Hssych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχετλεύω — ἐχετλεύω (Α) [εχέτλη] (κατά τον Ησύχ.) «ἐχετλεύειν ἀροτριᾱν» … Dictionary of Greek
ἐχετλεύειν — ἐχετλεύω plough handle pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)