ἐχε-πευκής

ἐχε-πευκής

ἐχε-πευκής, ές, βέλος, Il. 1, 51. 4, 129, von πεύκη, die Fichte, entweder von der Bitterkeit des Fichtenharzes übertragen, nach den alten Erklärern ἔχον πικρίαν, bittere, durchdringende Schmerzen habend, bringend, verursachend, od. mit Buttm. Lexil. I p. 17 = spitz, wogegen der spätere Gebrauch des Wortes spricht, z. B. σμύρνα ἐχεπ. Nic. Th. 600, σικύοιο ἐχεπευκέα ῥίζαν ἀγροτέρου 866. Bei Orph. Lith. 469 τείροντα ϑνητοὺς ἐχεπευκέῖ πάντας ἀϋτμῇ. Vgl. noch ἐχέστονος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …   Dictionary of Greek

  • οξυπευκής — ὀξυπευκής, ές (Α) 1. (για ξίφος) αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός («ξίφος ὀξυπευκές», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυπευκές ὀξύπικρον» αυτός που έχει πικρή, δριμεία οξύτητα, ξινόπικρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχε… …   Dictionary of Greek

  • περιπευκής — ές, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που είναι υπερβολικά πικρός 2. ο εξαιρετικά οξύς, αιχμηρός, κοφτερός 3. μτφ. αυτός που είναι εξαιρετικά οδυνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχε πευκής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”