- περώσιος
περώσιος, äol. statt περιώσιος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περώσιος, äol. statt περιώσιος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περώσιος — ὁ, Α βλ. περιώσιος … Dictionary of Greek
περιώσιος — και αιολ. τ. περώσιος, ον, Α 1. άπειρος, πολυπληθής (α. «περιώσια χρήματα», Σόλ. β. «περιώσια φῡλα», Απολλ. Ροδ.) 2. σπάνιος 3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) περιώσιον και περιώσια υπέρμετρα, υπερβολικά 4. φρ. «περιώσιον ἄλλων» περισσότερο… … Dictionary of Greek