- ἐφ-ήβαιον
ἐφ-ήβαιον, τό, das auf der Schaam, Schaamhaare, Schaamgegend; vgl. ἐπίσειον, welches nach Moeris attisch dafür ist; Wort der Medic. nach Poll. 2, 170; γυναικεῖα Heraclid. bei Ath. XIV, 647 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐφ-ήβαιον, τό, das auf der Schaam, Schaamhaare, Schaamgegend; vgl. ἐπίσειον, welches nach Moeris attisch dafür ist; Wort der Medic. nach Poll. 2, 170; γυναικεῖα Heraclid. bei Ath. XIV, 647 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠβαιόν — ἠβαιός small masc acc sg ἠβαιός small neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηβαιός — ἠβαιός, ά, όν (Α) (ιων. τ. τού βαιός) (συνήθ. με το αρνητικό ουδέ) 1. μικρός, λίγος («οὔ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ ἠβαιαί» δεν έχει μυαλό, ούτε λίγο, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠβαιόν καθόλου («οὐδ ἠβαιόν», Ομ. Οδ.) 3. φρ. «ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους» σε… … Dictionary of Greek
ου μεν — oὐ μέν (Α) (ως επίταση τής άρνησης χωρίς να ακολουθεί το δέ) βεβαίως όχι, όχι αληθινά («οὐ μὲν σε χρὴ ἔτ αἰδοῡς, οὐδ ἡβαιόν» δεν είναι βέβαια ανάγκη πλέον να ντρέπεσαι, Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
παυσωλή — ἡ, Α η ανάπαυση, η παύση («οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται οὐδ ἡβαιόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. παυσ τού παύω (πρβλ. τον αόρ. ἔ παυσ α και τα σύνθ. με παυσ[ι] ) με την κατάλ. ωλή (η οποία πιθ. συνδέεται με χεττιτ. el, λατ … Dictionary of Greek