ἐφ-ίμερος

ἐφ-ίμερος

ἐφ-ίμερος, erwünscht, ersehnt, anmuthig; φιλότης Hes. Sc. 15 Th. 132; καλὸς χῶρος Archil. frg. 3; φάτις Aesch. Ch. 827; ἡ τέκνων δῆτ' ὄψις ἦν ἐφίμερος Soph. O. R. 1375; ἔρωτες Antimach. (IX, 321); a. sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἵμερος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… …   Dictionary of Greek

  • ίμερος — ο 1. σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα. 2. ερωτικό πάθος: Τον κατέλαβε ίμερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἵμερος — ἵ̱μερος , ἵμερος longing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱμέρω — Ἵμερος masc nom/voc/acc dual Ἵμερος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Гимерос — (Ίμερος) олицетворение страстного желания в теогонии древних греков. Он вместе с Эротом участвует в свите Афродиты. Статуя Г. произведение Скопаса, стояла перед храмом Афродиты в Мегарах …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ГИМЕР —    • Ίμερος,          см. Άφροδίτη, Афродита, 1; и Έρως, Эрос, в конце …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἱμέροις — Ἵμερος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱμέροισι — Ἵμερος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱμέρου — Ἵμερος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱμέρους — Ἵμερος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”