ἐφ-έδρανον

ἐφ-έδρανον

ἐφ-έδρανον, τό, das Gefäß, der Hintere, τοῦ διεξοδικοῦ τὸ μὲν οἷον ἐφέδρανον γλουτός Arist. H. A. 1, 13; Medic.; plur., Poll. 2, 184. – Der Sessel, Phryn. bei Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἕδρανον — seat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδράνων — ἕδρανον seat neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕδρανα — ἕδρανον seat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έδρανο — το (AM ἕδρανον) κάθισμα με πολλές θέσεις νεοελλ. 1. τα έδρανα στοιχεία τών μηχανών για τη στήριξη τών ατράκτων ή τών αξόνων τους 2. φρ. «έδρανον ώσεως ή αυλακωτό» το έδρανο τών πλοίων αμέσως μετά τη στροφαλοφόρο άτρακτο αρχ. μσν. στήριγμα.… …   Dictionary of Greek

  • SAMOS — I. SAMOS oppid. Magnae Graeciae, apud oram Calabriae ulterioris Lycophr. Steph. nunc Crepacuore Barrio, apud Locros, seu Hieracium Urbem, inde 6. mill. pass. in Boream, ubi Pythagoras habitâsse dicitur. II. SAMOS vulgo SAMO hodieque a fluv.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • ἕδραν' — ἕδρανα , ἕδρανον seat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”