- ἐφ-έσπομαι
ἐφ-έσπομαι, p. = ἐφέπομαι, Nonn. D. 16, 402 D. Per. 996.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐφ-έσπομαι, p. = ἐφέπομαι, Nonn. D. 16, 402 D. Per. 996.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έσπομαι — ἕσπομαι (Α) επικ. τ. τού έπομαι … Dictionary of Greek