ἐφ-ημοσύνη

ἐφ-ημοσύνη

ἐφ-ημοσύνη, ἡ, = ἐφετμή; οὐδ' ἃς Μενελάου ἐφημοσύνης ἀμέλησεν Il. 17, 697; ἐπειδὴ πᾶσαν ἐφημοσύνην ἀπέειπεν Od. 16, 340; ὀρϑὰν ἄγεις ἐφημοσύναν Pind. P. 6, 20, das Gebot befolgen; Soph. Phil. 1129 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημοσύνη — ἡμοσύνη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) η εμπειρία στη βολή, στη ρίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἥμων (< ἵημι «ρίχνω») + οσύνη (πρβλ. ευγνωμοσύνη, μετριοφροσύνη)] …   Dictionary of Greek

  • ἡμοσύνη — skill in throwing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολιγορ(ρ)ημοσύνη — ὀλιγορ(ρ)ημοσύνη, ἡ (Α) το να λέει κάποιος λίγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ρ(ρ)ημοσύνη, μέσω αμάρτυρου τ. *ολιγορρήμων (πρβλ. μεγαλο ρρημοσύνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”