- ἐφθαρμένως
ἐφθαρμένως, verderbt, Theol. arithm. p. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐφθαρμένως, verderbt, Theol. arithm. p. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εφθαρμένως — ἐφθαρμένως (Α) επίρρ. διεφθαρμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εφθαρμένος τού ρ. φθείρομαι] … Dictionary of Greek
ἐφθαρμένως — corrupily indeclform (adverb) φθείρω destroy perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)