ἐφ-ορᾱτικός

ἐφ-ορᾱτικός

ἐφ-ορᾱτικός, ή, όν, zur Aufsicht geschickt, τὸν δεσπότην ἐφορατικὸν δεῖ εἶναι τῶν ἔργων Xen. Oec. 12, 19.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὁρατικός — able to see masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορατικός — ή, ό (Α όρατικός, ή, όν) αυτός που έχει ικανότητα να βλέπει αρχ. 1. αυτός που αντιλαμβάνεται με την όραση, με τους οφθαλμούς («οὐκ ἀνῄρει τὸ κατὰ τὸν λόγον καὶ πρόνοιαν ὁρατικοὺς καὶ ἀκουστικοὺς γεγονέναι», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή… …   Dictionary of Greek

  • ὁρατικά — ὁρατικός able to see neut nom/voc/acc pl ὁρατικά̱ , ὁρατικός able to see fem nom/voc/acc dual ὁρατικά̱ , ὁρατικός able to see fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρατικῶν — ὁρατικός able to see fem gen pl ὁρατικός able to see masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρατικόν — ὁρατικός able to see masc acc sg ὁρατικός able to see neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρατικαῖς — ὁρατικός able to see fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρατικαί — ὁρατικός able to see fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρατικοῖς — ὁρατικός able to see masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρατικοί — ὁρατικός able to see masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρατικοῦ — ὁρατικός able to see masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρατικούς — ὁρατικός able to see masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”