- περί-βᾱρα
περί-βᾱρα, τά, = περιβαρίδες, Hesych. erkl. ὑποδήματα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-βᾱρα, τά, = περιβαρίδες, Hesych. erkl. ὑποδήματα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέλαθρο(ν) — το (Α μέλαθρον και μέλεθρον) νεοελλ. μεγαλοπρεπές κτήριο, πολυτελές οικοδόμημα, μέγαρο («Ιλίου μέλαθρον») αρχ. 1. η εσωτερική όψη τής στέγης και το κύριο δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 2. δοκός, δοκάρι («καὶ μέλαθρον ἐπ ἀμφοτέρων τῶν στύλων»,… … Dictionary of Greek