- ἐφ-είω
ἐφ-είω, ep. Conj. aor. II. zu ἐφίημι = ἐφῶ, Hom.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐφ-είω, ep. Conj. aor. II. zu ἐφίημι = ἐφῶ, Hom.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰῶ — ἐάω suffer imperf ind mp 2nd sg (epic) ἐάω suffer pres imperat mp 2nd sg (epic) ἐάω suffer pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐάω suffer pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐάω suffer imperf ind mp 2nd sg ἐάω suffer imperf ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴω — εἰμί sum pres subj act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱῶι — εἰῷ , ἐάω suffer pres opt act 3rd sg (epic) εἰῷ , εἰάζω cry fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατρωξείω — (Μ) επιθυμώ να κατατρώγω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατατρωξ τού κατατρώγω (πρβλ. μέλλ. κατα τρώξ ομαι + κατάλ. εφετικών ρημάτων είω (πρβλ. γελασ είω)] … Dictionary of Greek
κλαυσείω — (Α) κλαυσιώ*, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ τού κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ ω) + κατάλ. (σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ είω «επιθυμώ να πολεμήσω»)] … Dictionary of Greek
λεξείω — (Α) επιθυμώ να πω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικός ρηματ. τ., σχηματισμένος από το θ. τού μέλλοντος λεξ τού λέγω + επίθημα είω (πρβλ. πολεμησ είω)] … Dictionary of Greek
ναυμαχησείω — (Α) επιθυμώ να πολεμήσω στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναυμάχησ τού ναυμαχώ (πρβλ. μέλλ. ναυμαχήσω) + κατάλ. (σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ είω «επιθυμώ να πολεμήσω»] … Dictionary of Greek
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
εώ — (I) (ΑΜ ἐῶ, άω και επικ. τ. εἰῶ) νεοελλ. (μόνο η προστ. ως ναυτ. παράγγελμα) έα άφηνε, χαλάρωνε μσν. αρχ. αφήνω, καταλείπω, παραχωρώ κάτι σε κάποιον («Κρέοντί τε θρόνους ἐᾱσθαι», Σοφ.) αρχ. 1. αφήνω, επιτρέπω, δεν εμποδίζω, συγχωρώ («ἐᾱν δ… … Dictionary of Greek
θυσείω — (Α) επιθυμώ να θυσιάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού θύω (I) < θ. θύσ (πρβλ. μέλλ. θύσ ω) + κατάλ. εφετικών ρ. είω (πρβλ. εργα σείω, πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
ισχυριείω — ἰσχυριείω (Α) επιθυμώ να ισχυριστώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό ρ. τού τ. ἰσχυρίζομαι: ἰσχυρι είω < ἰσχυριοῦμαι, μέλλ. τού ἰσχυρίζομαι] … Dictionary of Greek