περί-λῡπος

περί-λῡπος

περί-λῡπος, sehr traurig; Isocr. 1, 42; Plut. Thes. 26 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατάλυπος — (I) η, ο πολύ λυπημένος, θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λυπος (< λύπη), πρβλ. ἔλ λυπος, περί λυπος]. (II) κατάλυπος, ον (Α) (βοιωτ. επιγρ.) κατάλοιπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ., λόγω τού μονοφθογγισμού τής διφθόγγου [oi], τού κατάλοιπος] …   Dictionary of Greek

  • μικρόλυπος — μικρόλυπος, ον (Α) αυτός που λυπάται για ασήμαντα και μηδαμινά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + λυπος (< λύπη), πρβλ. περί λυπος] …   Dictionary of Greek

  • περίλυπος — η, ο / περίλυπος, ον, ΝΜΑ βαθιά λυπημένος («περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λυπος (< λύπη), πρβλ. κατά λυπος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”