ἐφιαλτία, ἡ, u. ἐφιάλτιον, τό, ein Kraut, das gegen Alpdrücken schützen sollte, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εφιαλτία — ἐφιαλτία, ἡ (Α) [εφιάλτης] βλ. ἐφιαλτεία … Dictionary of Greek
εφιαλτεία — ἐφιαλτεία και ἐφιαλτία, ἡ και ἐφιάλτιον, τὸ (Α) [εφιάλτης] βότανο που προστατεύει από τον εφιάλτη … Dictionary of Greek