ἐφ-εδρεύω

ἐφ-εδρεύω

ἐφ-εδρεύω, darauf sitzen, stehen; τόδ' ἄγγος τῷδ' ἐφεδρεῦον κάρᾳ φέρουσα Eur. El. 55; von den Vögeln, auf den Eiern sitzen, Arist. H. A. 6, 8; – dabei sitzen, bes. von Heeren, im feindlichen Sinne, im Hinterhalt liegen, auflauern, ξιφήρης τῇδ' ἐφεδρεύεις κόρῃ Eur. Or. 1627, vgl. Rhes. 768; μὴ ἡ πόλις ἐγγὺς ἐφεδρευόντων Ἀϑηναίων ἀπόληται Thuc. 4, 71; 8, 92; τοῖς ἀγαϑοῖς Dem. 5, 15; τοῖς ἑαυτοῦ καιροῖς τὴν παρ' ὑμῶν ἐλευϑερίαν ἐφεδρεύειν 8, 42; τοῖς ἀτυχήμασιν Arist. pol. 2, 9; τοῖς τόποις, καιροῖς u. ä., Pol. 18, 31, 4. 30, 7, 5 u. a. Sp. – Vom Wettkämpfer, als Stellvertreter eintreten, Luc. Hermot. 40; im Kriege die Reserve bilden, Pol. 18, 15, 2; Plut. Philopoem. 6. – Stehen bleiben, Halt machen, Plut. Phoc. 13 Pyrrh. 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εδρεύω — βλ. πίν. 19 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εδρεύω — (Μ ἑδρεύω) [έδρα] (για αξιωματούχο, αρχή, διοίκηση εταιρείας κ.λπ.) έχω ως έδρα, ως μόνιμο τόπο εργασίας νεοελλ. βρίσκομαι σταθερά σ ένα σημείο («ο πόνος εδρεύει στο στομάχι») …   Dictionary of Greek

  • εδρεύω — αμτβ., έχω έδρα, κατοικώ μόνιμα ή μένω κάπου (κυριολ. και μτφ.): Η μεραρχία εδρεύει στις Σέρρες. – Ο πόνος εδρεύει στο στομάχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσεδρεύω — Α 1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.) 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.) 3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω 4. μένω… …   Dictionary of Greek

  • ενέζομαι — ἐνέζομαι (Α) 1. εδρεύω, κατοικώ σ έναν τόπο («τόδ ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῑον», Αισχύλ.) 2. κάθομαι σ έναν τόπο («τὰ ἐνδιδόντα τῶν μή ἐνδιδόντων άκοπώτερά ἐστι... ἐνέζεσθαι», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • εναυλίζω — (Α ἐναυλίζω) αυλίζομαι, καταυλίζομαι, παραμένω ιδίως τη νύχτα σ έναν τόπο («οὐδέ νύκτα οὐδείς ἐναυλίζεται ανθρώπων [ἐν τῷ νηῷ]», Ηρόδ.) αρχ. (για αρρώστια) εντοπίζομαι, εδρεύω, εμφωλεύω …   Dictionary of Greek

  • εφεδρεύω — (ΑΜ ἐφεδρεύω) [έφεδρος] παραμένω σε αναμονή έτοιμος για δράση, είμαι σε επιφυλακή, παραμονεύω, ενεδρεύω (α. «ὅταν εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ. β. «ἐκεῑ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ ἱερόν», Στουδ. Θεόδ.) αρχ. 1. εδρεύω,… …   Dictionary of Greek

  • κατοικοεδρεύω — κατοικώ και έχω την έδρα τών ασχολιών μου σε κάποιο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατοικῶ + ἑδρεύω. Η λ., στη μετοχή κατοικοεδρεύων, μαρτυρείται από το 1887 σε έγγραφο συμβολαιογράφου στην εφημερίδα Αλφειός] …   Dictionary of Greek

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

  • οικώ — (ΑΜ οἰκῶ, έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) [οίκος] 1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», Ηρόδ. β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη μσν. αρχ. μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου,… …   Dictionary of Greek

  • περιεδρεύω — Α στρατοπεδεύω γύρω από πόλη και τήν πολιορκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἑδρεύω «κάθομαι» (<ἕδρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”