ἐφεύρημα

ἐφεύρημα

ἐφεύρημα, τό, das dazu Erfundene, die Erfindung, B. A. 650, 6 u. a. Sp.; vgl. ἐφεύρεμα u. Lob. zu Phryn. p. 446.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐφεύρημα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφεύρημα — το (ΑΜ ἐφεύρημα και ἐφεύρεμα) [εφευρίσκω] επινόηση, εφεύρεση, ανακάλυψη («ἐφευρήματα ἀπό τῶν ἀνθρώπων τὰς προσηγορίας ἐσχήκασιν», Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

  • εφεύρημα — το, ατος αυτό που επινοεί, που εφευρίσκει κανείς, επινόημα, εφεύρεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐφευρημάτων — ἐφεύρημα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφευρήματα — ἐφεύρημα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επινόημα — το (AM ἐπινόημα) [επινοώ] επινόηση, τέχνασμα, εφεύρημα αρχ. αντίληψη, κατανόηση …   Dictionary of Greek

  • εφεύρεμα — ἐφεύρεμα, τὸ (ΑΜ) [εφευρίσκω] 1. εφεύρημα, ανακάλυψη, εφεύρεση, επινόηση 2. στον πληθ. τὰ ἐφευρέματα επιγρ. τα τεχνάσματα …   Dictionary of Greek

  • κατασκευή — (Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος… …   Dictionary of Greek

  • κατασκευασμός — κατασκευασμός, ὁ (Α) [κατασκευάζω] επινόημα, εφεύρημα («κατασκευασμὸς ὑπὲρ τοῡ λαθεῑν τόνδε τὸν νόμον τεθέντα», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • μέθοδος — η (ΑM μέθοδος) συστηματικός και προγραμματισμένος τρόπος πορείας για την επίλυση προβλημάτων θεωρίας και πρακτικής η οποία οδηγεί από προσδιορισμένες προϋποθέσεις στην πραγματοποίηση ενός σκοπού νεοελλ. 1. (φιλοσ.) σύστημα κανόνων ή αρχών έρευνας …   Dictionary of Greek

  • σόφισμα — το, ΝΑ 1. επινόημα, εφεύρημα, ευφυές τέχνασμα (α. «είναι γεμάτος από σοφίσματα» β. «σόφισμα... μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.) 2. (λογ.) σκόπιμα εσφαλμένος συλλογισμός ο οποίος, με αφετηρία αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”