ἐφ-ιππαστήρ

ἐφ-ιππαστήρ

ἐφ-ιππαστήρ, ῆρος, ὁ, bei Apoll. L. H. als Erkl. zu ἐπιβήτωρ gesetzt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιππαστήρ — ἱππαστήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ιππάζομαι] 1. ιππευτής, ιππέας, έφιππος 2. αυτός με τον οποίο ιππεύεται και οδηγείται ο ίππος («ἱππαστὴρ κημός» το φίμωτρο με το οποίο ιππεύουν και οδηγούν τον ίππο, Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἱππαστήρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππαστῆρα — ἱππαστήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφιππαστήρ — ἐφιππαστήρ, ὁ (Α) αναβάτης, αυτός που επιβαίνει σε υποζύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱππαστήρ] …   Dictionary of Greek

  • ιππάστρια — η (Α ἱππάστρια) νεοελλ. γυναίκα ασκημένη στην ιππασία, δεινή ιππεύτρια (αρχ. (για καμήλες) η δρομάδα, η δρομευτική («ἔπεμψαν ἱππαστρίαις καμήλοις ἀγγέλους πρὸς Πευκέσταν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ἱππαστήρ (< ἱππάζομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”