- περί-λαλος
περί-λαλος, sehr schwatzhaft, Schol. Ar. Av. 195.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-λαλος, sehr schwatzhaft, Schol. Ar. Av. 195.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… … Dictionary of Greek