- ἐφ-ύβριστος
ἐφ-ύβριστος, beschimpft, verhöhnt, schmachvoll, τυραννίς Hdn. 6, 1, 5; ἐ φύβριστα πάσχειν, Schmach erdulden, 2, 7, 5 u. öfter, wie a. Sp. – Adv. ἐφυβρίστως, καὶ ὠμῶς Plut Artax. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐφ-ύβριστος, beschimpft, verhöhnt, schmachvoll, τυραννίς Hdn. 6, 1, 5; ἐ φύβριστα πάσχειν, Schmach erdulden, 2, 7, 5 u. öfter, wie a. Sp. – Adv. ἐφυβρίστως, καὶ ὠμῶς Plut Artax. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕβριστος — wanton masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύβριστος — ίστη, ον και, στο Μέγα Ετυμολογικόν, τ. αρσ. ὑβριστός, Α 1. θρασύς, αυθάδης 2. ακόλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑβρίζω + κατάλ. τος* τών ρηματ. επιθ. Η λ. εμφανίζει τόνο στην προπαραλήγουσα και ενεργητική σημ.] … Dictionary of Greek
ὑβριστότερον — ὕβριστος wanton adverbial comp ὕβριστος wanton masc acc comp sg ὕβριστος wanton neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστότατον — ὕβριστος wanton masc acc superl sg ὕβριστος wanton neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕβριστον — ὕβριστος wanton masc acc sg ὕβριστος wanton neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστοτάτους — ὕβριστος wanton masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστοτέροις — ὕβριστος wanton masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστότατος — ὕβριστος wanton masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστότεροι — ὕβριστος wanton masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστότερος — ὕβριστος wanton masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρίστης — ὕβριστος wanton fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)