ἐφ-υδάτιος

ἐφ-υδάτιος

ἐφ-υδάτιος, an, auf dem Wasser, Νύμφη ἐφῡδατίη, Ap. Rh. 1, 1229, = ἐφυδριάς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υδάτιος — α, ο / ὑδάτιος, ία, ον, ΝΜ [ὕδωρ, ὕδατος] (λόγιος τ.) υδάτινος …   Dictionary of Greek

  • παρυδάτιος — α, ο αυτός που βρίσκεται ή αναπτύσσεται κοντά στο νερό («παρυδάτια φυτά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὕδωρ, ατος (πρβλ. εφ υδάτιος)] …   Dictionary of Greek

  • ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”