- ἐφ-υγραίνομαι
ἐφ-υγραίνομαι, (oben) naß, feucht werden, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐφ-υγραίνομαι, (oben) naß, feucht werden, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγραίνομαι — υγραίνομαι, υγράνθηκα βλ. πίν. 46 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναδίδω — και δίνω (Α ἀναδίδωμι) 1. εκφύω, παράγω, φέρω 2. εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, σκορπίζω (οσμή, φλόγα, καπνό κ.ά.) 3. αναβλύζω, αναβρύω νεοελλ. (αμτβ.) 1. βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για φυτά) ευδοκιμώ, προοδεύω 3. ανακτώ τις σωματικές μου δυνάμεις, αναρρώνω … Dictionary of Greek
αναπίνω — (Α ἀναπίνω) πίνω κάτι ρουφώντας το, απορροφώ, απομυζώ νεοελλ. 1. αναδίνω υγρασία απορροφώντας το νερό, αναλιγδιάζω, αναξερνώ 2. υγραίνομαι από την εξωτερική υγρασία αρχ. απορροφώ εκ νέου … Dictionary of Greek
δημός — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
εφυγραίνω — (Α ἐφυγραίνομαι) [έφυγρος] μέσ. εφυγραίνομαι γίνομαι υγρός στην επιφάνεια, νοτίζομαι, υγραίνομαι από πάνω νεοελλ. κάνω υγρή την επιφάνεια κάποιου αρχ. ιατρ. (για την κοιλία και τα έντερα) ελαφρύνομαι, εκλύομαι … Dictionary of Greek
κατομβρούμαι — κατομβροῡμαι, έομαι (Α) 1. υγραίνομαι από το νερό τής βροχής, βρέχομαι («κεράμῳ δ οὐ χρῶνται οὐδὲ γὰρ κατομβροῡνται», Στράβ.) 2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμβροῦμαι «βρέχομαι»] … Dictionary of Greek
ομπρίζω — υγραίνω, υγραίνομαι («ομπρίζουν τα μάτια του, όταν βλέπει τη σημαία να υψώνεται»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὀμβρίζω «βρέχω, υγραίνω»] … Dictionary of Greek
ποτίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίσδω Α [πότος] 1. δίνω σε κάποιον να πιει κάτι, συνήθως νερό (α. «ποτίζω τα άλογα» β. «οἶνον ὑποζυγίοις ποτίζειν», Αιν. Τακτ.) 2. (για φυτό ή γη) αρδεύω νεοελλ. 1. αναγκάζω ή παρασύρω κάποιον να πιει κάτι, συνήθως βλαβερό («τη … Dictionary of Greek
συμπίνω — ΝΜΑ 1. πίνω μαζί με κάποιον άλλον 2.(κατ επέκτ.) μετέχω σε συμπόσιο αρχ. 1. υγραίνομαι, μουσκεύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) συμπεπομένος, η, ον απορροφημένος … Dictionary of Greek
συνικμάζομαι — A υγραίνομαι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἰκμάζω «υγραίνω»] … Dictionary of Greek
συνυγραίνομαι — Α υγραίνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek