ἐτώσιος

ἐτώσιος

ἐτώσιος, ον (ἐτός), vergeblich, ohne Erfolg, ohne Wirkung, von dem vergeblich abgeschossenen Pfeil, ὅττι ῥά οἱ βέλος όξὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός Il. 14, 407; τὰ δὲ πολλὰ ἐτώσια ϑῆκεν Ἀϑήνη Od. 22, 256, ἐτώσιον ἄχϑος ἀρούρης, eine unnütze Last der Erde, Il. 18, 104; χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις Hes. O. 400; sp. D., wie Theocr. 25, 236; Ap. Rh. 2, 893; Orph. Arg. 698. – Adv. ἐτωσίως, Schol. Ar. Eccl. 246, wie Schol. Il. 3, 368.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετώσιος — ἐτώσιος, ον (Α) (επικ. επίθ.) 1. μάταιος, άσκοπος («βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός», Ομ. Ιλ.) 2. ανωφελής, άχρηστος, περιττός («σὺ δ ἐτώσια πόλλ ἀγορεύσεις», Ησίοδ.) 3. αυτός που δεν έχει φθάσει εις πέρας, ανεκτέλεστος, ατέλειωτος («τὸ δ ἔργον… …   Dictionary of Greek

  • ἐτώσιος — to no purpose masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτωσίως — ἐτώσιος to no purpose adverbial ἐτώσιος to no purpose masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτώσιον — ἐτώσιος to no purpose masc/fem acc sg ἐτώσιος to no purpose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτωσίου — ἐτώσιος to no purpose masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτώσια — ἐτώσιος to no purpose neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αετώσιος — ἀετώσιος, ον (Α) αντί τού ἐτώσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθ. + ἐτώσιος] …   Dictionary of Greek

  • ετωσιοεργός — ἐτωσιοεργός, όν (Α) αυτός που εργάζεται μάταια, άσκοπα ή νωθρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετώσιος «μάταιος» + εργος (< έργο), πρβλ. αγαθο εργός, εν εργός] …   Dictionary of Greek

  • ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • πανετώσιος — ον, Α ο εντελώς μάταιος, ο χωρίς αποτέλεσμα, ανώφελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐτώσιος «μάταιος»] …   Dictionary of Greek

  • περιώσιος — και αιολ. τ. περώσιος, ον, Α 1. άπειρος, πολυπληθής (α. «περιώσια χρήματα», Σόλ. β. «περιώσια φῡλα», Απολλ. Ροδ.) 2. σπάνιος 3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) περιώσιον και περιώσια υπέρμετρα, υπερβολικά 4. φρ. «περιώσιον ἄλλων» περισσότερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”