- ἐτνηρός
ἐτνηρός, breiartig, Phanias bei Ath. IX, 406 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐτνηρός, breiartig, Phanias bei Ath. IX, 406 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετνηρός — ἐτνηρός, ά, όν (Α) [έτνος] αυτός που μοιάζει με έτνος, με χυλό ή πουρέ από βρασμένα όσπρια («ἐτνηρὸν ἕψημα», Αθήν.) … Dictionary of Greek
ἐτνηρόν — ἐτνηρός like soup masc acc sg ἐτνηρός like soup neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek