ἐσκεμμένως

ἐσκεμμένως

ἐσκεμμένως, überlegt, πράττειν, Dem. 24, 157; Schol. Thuc. 3, 112; Poll.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐσκεμμένως — deliberately indeclform (adverb) σκέπτομαι look perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσκεμμένως — και εσκεμμένα (AM ἐσκεμμένως) επίρρ. 1. με ενσυνείδητη πρόθεση, εκ προμελέτης: 2. με περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσκεμμένος, μτχ. παρακμ. τού σκέπτομαι*] …   Dictionary of Greek

  • εσκοπημένως — ἐσκοπημένως (Μ) επίρρ. εσκεμμένως …   Dictionary of Greek

  • πολιτεύω — ΝΜΑ [πολίτης] μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”