ἐσχάριον

ἐσχάριον

ἐσχάριον, τό, dim. von ἐσχάρα, Feuergestell, Kohlenpfanne, Ar. bei Poll. 10, 101; übh. Gestell, Unterlage, Pol. 9, 41, 4 u. a. Sp., wie D. Sic. 20, 91. Bei Ath. V, 204 c ein Gerüst, um Schiffe ins Meer zu lassen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐσχάριον — pan of coals neut nom/voc/acc sg ἐσχάριος of masc/fem acc sg ἐσχάριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχαρίου — ἐσχάριον pan of coals neut gen sg ἐσχάριος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχαρίων — ἐσχάριον pan of coals neut gen pl ἐσχάριος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχαρίῳ — ἐσχάριον pan of coals neut dat sg ἐσχάριος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχάρια — ἐσχάριον pan of coals neut nom/voc/acc pl ἐσχάριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • -άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον …   Dictionary of Greek

  • εσχάρα — η βλ. σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε ρᾱ (κατά τα τέφ ρᾱ, χώ ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα. ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης,… …   Dictionary of Greek

  • εσχάριο — το (Α ἐσχάριον) (υποκορ. τού εσχάρα) πύραυνο, μικρή κινητή εστία που χρησιμοποιείται για θέρμανση ή για μαγείρεμα μικρής ποσότητας τροφίμων, κν. μαγκάλι, φουφού νεοελλ. 1. καθεμιά από τις ισχυρές τετραγωνικές δοκούς που υποβαστάζουν την τρόπιδα… …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՍԿԱՐԱՅ — (ի, ից.) NBH 1 1059 Chronological Sequence: Early classical գ. (ռմկ ըսկարայ. թ. իսգարա. յն. էսխա՛րա). ἑσχάρα, ἑσχάριον , ἑσχαρίς, κρατίκλη craticula, focus. Վանդակ երկաթի՛, յորոյ վերայ դնի միս խորովելի. եւս եւ պատուանդան սանի, կամ ոտնաւոր սան …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”