- ἐσχάρωμα
ἐσχάρωμα, τό, der Schorf, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐσχάρωμα, τό, der Schorf, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εσχάρωμα — ἐσχάρωμα, τὸ (Μ) [εσχαρώ] εσχάρα έλκους, κακάδι … Dictionary of Greek
ἐσχαρώματα — ἐσχάρωμα scab neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)