ἐσχαρόφιν

ἐσχαρόφιν

ἐσχαρόφιν, ep gen. u. dat. von ἐσχάρα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐσχαρόφιν — ἐσχάρα hearth masc gen/dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”