- ἐς-όβδην
ἐς-όβδην, = εἰς ὄψιν, ins Angesicht, ἐλϑεῖν, zu Gesicht kommen, Callim. bei B. A. 942, vgl. 611; E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐς-όβδην, = εἰς ὄψιν, ins Angesicht, ἐλϑεῖν, zu Gesicht kommen, Callim. bei B. A. 942, vgl. 611; E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όβδην — ὄβδην (Α) επίρρ. κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὄβ δην (< θ. οπ τού ὄπωπα* + επιρρμ. κατάλ. δην, με αφομοιωτική τροπή τού π σε β προ τού ηχηρού οδοντικού δ , πρβλ. κρύβ δην) έχει σχηματιστεί από το ουσ. ὄβδη «όψη», που μαρτυρείται μόνο στην… … Dictionary of Greek
ὄβδην — ὄβδη palam fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)