- ἐρῡκάνω
ἐρῡκάνω, dasselbe, ἐρύκανε πάντας ἑταίρους Od. 10, 429.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρῡκάνω, dasselbe, ἐρύκανε πάντας ἑταίρους Od. 10, 429.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερυκάνω — ἐρυκάνω (Α) (επικ. τύπος) ερυκανώ … Dictionary of Greek
ερυκανώ — ἐρυκανῶ, άω (Α) (ποιητ. αντί ερύκω*) κωλύω, εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, κρατώ … Dictionary of Greek
ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ … Dictionary of Greek