ἐρῑθεύς

ἐρῑθεύς

ἐρῑθεύς, ὁ, = ἐρίϑακος, Arat. 1025, wie Schol. Ar. Vesp. 927.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εριθεύς — ἐριθεύς, ὁ (Α) ο ερίθακος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ερίθακος*] …   Dictionary of Greek

  • ἐριθεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερίθακος — ἐρίθακος, ὁ (AM) Ι. ωδικό πτηνό που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο παπαγάλος ονομάζεται και εριθεύς, ερίθυλος, φοινίκουρος (κν. πετρίτης) 2. παροιμ. «οὐ τρέφει μία λόχμη δύο ἐριθάκους» γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”