ἐρῑνάς

ἐρῑνάς

ἐρῑνάς, άδος, ἡ, der wilde Feigenbaum, ἐρινεός, Nic. Th. 854; die wilde Feige, Ath. III, 76 c; Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερινάς — ἐρινάς, ἡ (Α) [ερινεός] 1. αγριοσυκιά, ερινεός 2. αρσενική συκιά …   Dictionary of Greek

  • ἐρινάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινά — ἐρινάς fem voc sg ἐρινόν wild fig neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινάδας — ἐρινάς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινάδες — ἐρινάς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινάδος — ἐρινάς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχράς — (achras). Γένος φυτών της οικογένειας των σαποτωδών. Από το γένος αυτό είναι γνωστά γύρω στα 60 είδη. Τα κυριότερα είναι τα εξής: η α. το γλυκύσυκο, που είναι δέντρο με ψηλό κορμό και ευδοκιμεί στη δυτική Αφρική. Οι καρποί του έχουν γλυκιά γεύση… …   Dictionary of Greek

  • ερινάζω — και ερινεάζω και ερινιάζω και ρινιάζω (AM ἐρινάζω) [ερινάς] 1. κρεμώ τον καρπό τής άγριας συκιάς (ερινεός) στα κλαδιά ήμερης για να μεταφέρουν τα μικρά έντομα που ζουν στον καρπό τής άγριας γύρη με σκοπό να γονιμοποιηθεί η ήμερη, γονιμοποιώ άγρια …   Dictionary of Greek

  • ἐρίν' — ἐρινά , ἐρινάς fem voc sg ἐρινά , ἐρινόν wild fig neut nom/voc/acc pl ἐρινέ , ἐρινός wild fig tree masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”